Κυριακή 12 Απριλίου 2009
Κυριακή 5 Απριλίου 2009
Η λωρίδα της γάζας
Ο πρωθυπουργός, είχε ζητήσει από τους υπουργούς του, να του βρουν ένα μουλάρι, με το οποίο σκόπευε να φτάσει από το Μέγαρο Μαξίμου στην Πλατεία Συντάγματος, μία απόσταση μικρότερη των δύο χιλιομέτρων, που όμως λόγω των σχετικά προσφάτων παθημάτων άρα και μαθημάτων από το ποδόσφαιρο και το ποδήλατο, αλλά και λόγω της επιθυμίας για αποφυγή προκλήσεων, με τα πολυτελή θωρακισμένα κυβερνητικά αυτοκίνητα, καθίστατο επιτακτική ανάγκη η χρήση του ημίονου ως μέσο μετακίνησης. Οι υπουργοί αποφασίστηκε να συνοδεύσουν το μουλάρι περπατώντας και μάλιστα σε διάταξη καρότου. Το μαστίγιο, λόγω της ιδιαιτερότητας της ημέρας, αποφασίστηκε να μην κάνει την εμφάνιση του.
Η ενημερωτική αυτή εκστρατεία βρήκε εντυπωσιακή απήχηση από τους απλούς πολίτες οι οποίοι από νωρίς είχαν κατακλύσει την Πλατεία Συντάγματος έχοντας φέρει μαζί του ο καθένας ότι καλύτερο είχε μπορέσει να βρει. Η ανακοίνωση το ανέφερε ξεκάθαρα «Το μέγεθος δεν έχει σημασία, έστω κι ένα εκατοστό αρκεί!». Το κράτος, έχοντας βρεθεί σε πολύ δεινή θέση, μη μπορώντας να εξοφλήσει τα συσσωρευμένα χρέη των υπερκοστολογημένων φαρμακευτικών ειδών από τις φαρμακοβιομηχανίες και με το ΕΣΥ στα πρόθυρα της κατάρρευσης, καλούσε τον κόσμο να συνεισφέρει, έστω και μ’ ένα κομματάκι γάζας από το προσωπικό τους φαρμακείο για να καλυφθούν οι πρώτες ανάγκες. Οι γάζες και οι επίδεσμοι που δεν θα έπρεπε υποχρεωτικά να ήταν αχρησιμοποίητες θα πρόσφεραν σημαντικές φορολογικές ελαφρύνσεις στους δωρητές ενώ για τους τυχερούς που είχαν στην κατοχή τους χρησιμοποιημένα καρούλια μακρύτερα των δέκα μέτρων υπήρχε ειδική πρόβλεψη για συμμετοχή στην πανηγυρική τελετή «Κάνε τον υπουργό υγείας, ανθρωπάκι της μισελέν». Οι προνομιούχοι αυτοί δωρητές θα ανέβαιναν στην ειδική σκηνή που είχε στηθεί στην πλατεία Συντάγματος και θα τύλιγαν με τον χρησιμοποιημένο πάντα επίδεσμο τον υπουργό. Αφού αυτά τα είδη θα πήγαιναν έτσι κι αλλιώς για αποστείρωση ο εκπρόσωπος τύπου σκέφτηκε ότι ο κόσμος θα το διασκέδαζε και λίγο έτσι ενώ ήταν κι ένα επιπλέον κίνητρο για να μην κρατήσουν καβάντζα στα προσωπικά τους φαρμακεία. Κι ως συνήθως μετά την Κυριακή των Βαΐων θα ξεκινούσε το Θείο Δράμα...
Παρασκευή 3 Απριλίου 2009
Τρεις λαλούν και δυο χορεύουν...
Τρίτη 31 Μαρτίου 2009
Δίχως λόγια
Μπήκε στο ασανσέρ και τον κατέκλυσε το άρωμα της γυμνάστριας του κάτω ορόφου. Την είχε ακούσει να φεύγει λίγο πριν, η βραχνή φωνή της, ήταν χαρακτηριστική και την πρόδιδε κάθε φορά που μιλούσε δυνατά. Μία ώρα αργότερα κι έχοντας επιστρέψει από μία συμβατική υποχρέωση, τόσο ίδια μα και τόσο διαφορετική κάθε φορά, τόσο όμορφη και μαγική, πάντα με τ’ απρόοπτα και τα συνηθισμένα της, πήρε το ασανσέρ που τον περίμενε στο ισόγειο μαζί με τ’ άρωμα της. Ανέβαινε κοιτάζοντας τη μεριά της πόρτας. Όταν κατέβαινε κοίταζε τον καθρέπτη. Δίχως λόγο.
Κυριακή 22 Μαρτίου 2009
Το πτώμα
Το επόμενο πρωί, έφτιαξα βιαστικά το σάκο για το κολυμβητήριο, επιθεώρησα και την τσάντα μου για τα απαραίτητα, έριξα κι ένα κόκκινο μήλο κι έφυγα για τη δουλειά. Πηγαίνοντας προς το αυτοκίνητο μου, είδα σχεδόν στη διασταύρωση το πτώμα μιας γυναίκας. Τα μαλλιά της ήταν κόκκινα, ηλικιακά μου φάνηκε γύρω στα σαράντα πέντε ενώ στη φορούσε και μια ποδιά σαν αυτές τις παλιές που είχε η μάνα μου. Εκείνη την ώρα ένας ηλικιωμένος κύριος που κάθε πρωί πάει βόλτα στο πάρκο, κοντοστάθηκε πλάι μου, κοίταξε μία το πτώμα και μία εμένα και μου είπε «Πήδηξε χθες από τον όγδοο της διπλανής πολυκατοικίας η καημένη, ποιος ξέρει τι βάσανα είχε η φουκαριάρα, κοίταξε το βλέμμα της πως είναι καρφωμένο στον ουρανό, λες και δε θα τον φτάσει ποτέ. Καλή σου μέρα παλικάρι μου». Προσπέρασε και χάθηκε στη στροφή. Η υπολοχαγός Μαρία που περνάει επίσης τέτοια ώρα από το δρόμο για να πάρει το υπηρεσιακό της κι εγώ τη χαιρετώ στρατιωτικά μου έκανε παρατήρηση που παρέλειψα τη συνήθεια μου και μπορεί να της χαλάσω τη Δευτέρα κι επιτάχυνε το βήμα της γιατί είχε αργήσει κατά δύο λεπτά κι αν έχανε το λεωφορείο θα έπρεπε να πάρει ταξί κάτι που θα συνέβαινε για τρίτη φορά αυτό το μήνα κι ο άντρας της πάλι θα της γκρίνιαζε για τη σπατάλη. Κοίταξα κι εγώ το ρολόι και είδα ότι οριακά ήμουν στο να γλιτώσω την κίνηση κι έτσι έφυγα άρον άρον.
Το απόγευμα που γύρισα σπίτι πέτυχα έναν γείτονα να προσπαθεί να μετακινήσει λίγο το πτώμα για να παρκάρει το μηχανάκι του. Έβριζε τους οδηγούς απορριμματοφόρων που είχαν εξαγγείλει απεργία γι’ αυτήν την εβδομάδα επειδή θα γέμιζαν πάλι οι δρόμοι με πτώματα και δε θα μπορούσαμε να παρκάρουμε εύκολα. Κάποιοι από τα μπαλκόνια τους που του έδιναν οδηγίες για το πώς να τη μετακινήσει συμφώνησαν μαζί του και σύντομα έγινε μία βαβέλ αφού διάφοροι βγήκαν στα μπαλκόνια τους και φώναζαν γι’ αυτήν την απαράδεκτη κατάσταση. Μόνο ο κυρ-Σταύρος, οδηγός κι ο ίδιος, δεν ήταν στο μπαλκόνι του, είχε κατεβάσει τα ρολά ασφαλείας και κοίταγε από τη χαραμάδα πότε θα ηρεμήσουν τα πνεύματα, για να ανοίξει έστω τα παράθυρα, αν έβγαινε έξω εκείνη τη στιγμή θα τον λιντσάρανε όλοι μαζί αλλά και μέσα στο σπίτι η κατάσταση ήταν ανυπόφορη, η φοβερή ζέστη με τους σαράντα δύο βαθμούς το Μάρτιο και χωρίς κλιματισμό γιατί δεν είχε τροποποιηθεί καταλλήλως η πάγια διαταγή από τη ρυθμιστική αρχή ενέργειας μας έκανε να λιώνουμε.
Δέκα χρόνια είχε στρογγυλοκάτσει στο σβέρκο μας η περιβόητη οικονομική κρίση και δεν έλεγε να ξεκουμπιστεί παρόλο που τα τελευταία τρία χρόνια και μετά από εκατόν εννιά εκλογικές αναμετρήσεις είχαμε επιτέλους εκλέξει οικουμενική κυβέρνηση.