Τρίτη 31 Μαρτίου 2009

Δίχως λόγια

Μπήκε στο ασανσέρ και τον κατέκλυσε το άρωμα της γυμνάστριας του κάτω ορόφου. Την είχε ακούσει να φεύγει λίγο πριν, η βραχνή φωνή της, ήταν χαρακτηριστική και την πρόδιδε κάθε φορά που μιλούσε δυνατά. Μία ώρα αργότερα κι έχοντας επιστρέψει από μία συμβατική υποχρέωση, τόσο ίδια μα και τόσο διαφορετική κάθε φορά, τόσο όμορφη και μαγική, πάντα με τ’ απρόοπτα και τα συνηθισμένα της, πήρε το ασανσέρ που τον περίμενε στο ισόγειο μαζί με τ’ άρωμα της. Ανέβαινε κοιτάζοντας τη μεριά της πόρτας. Όταν κατέβαινε κοίταζε τον καθρέπτη. Δίχως λόγο.

Είχε περάσει το απόγευμα ψάχνοντας τηλεφωνική σύνδεση για το νέο σπίτι. Ένα σωρό προγράμματα, όλα σε πρόγραμμα, όλοι μιλούσαν για δωρεάν χρόνο ομιλίας μα κανείς δε μιλούσε στο διπλανό του. Χαμένος χρόνος ομιλίας έπρεπε να λέγεται κανονικά. Ποτέ οι άνθρωποι δε μίλαγαν τόσο πολύ, χωρίς ουσιαστικά να λένε κάτι. Έντονα επηρεασμένος από αυτή τη σκέψη κάθισε αμίλητος κοιτάζοντας ένα βιβλίο του Andre Kertesz. Η σιωπή τα έλεγε όλα.

Κυριακή 22 Μαρτίου 2009

Το πτώμα

Καθόμουν στον καναπέ και χάζευα ένα ένθετο με έπιπλα, κυριακάτικης εφημερίδας, όταν ακούστηκε ο θόρυβος, αλλά δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία. Να ήταν το ξενύχτι που με έκανε να μην το κουνήσω ρούπι από τη θέση μου, να ήταν ίσως η ταύτιση με τον καναπέ και το ένθετο για τα έπιπλα, ειλικρινά δε ξέρω τι, πάντως το ζήτημα ουδόλως με απασχόλησε την υπόλοιπη ημέρα.

Το επόμενο πρωί, έφτιαξα βιαστικά το σάκο για το κολυμβητήριο, επιθεώρησα και την τσάντα μου για τα απαραίτητα, έριξα κι ένα κόκκινο μήλο κι έφυγα για τη δουλειά. Πηγαίνοντας προς το αυτοκίνητο μου, είδα σχεδόν στη διασταύρωση το πτώμα μιας γυναίκας. Τα μαλλιά της ήταν κόκκινα, ηλικιακά μου φάνηκε γύρω στα σαράντα πέντε ενώ στη φορούσε και μια ποδιά σαν αυτές τις παλιές που είχε η μάνα μου. Εκείνη την ώρα ένας ηλικιωμένος κύριος που κάθε πρωί πάει βόλτα στο πάρκο, κοντοστάθηκε πλάι μου, κοίταξε μία το πτώμα και μία εμένα και μου είπε «Πήδηξε χθες από τον όγδοο της διπλανής πολυκατοικίας η καημένη, ποιος ξέρει τι βάσανα είχε η φουκαριάρα, κοίταξε το βλέμμα της πως είναι καρφωμένο στον ουρανό, λες και δε θα τον φτάσει ποτέ. Καλή σου μέρα παλικάρι μου». Προσπέρασε και χάθηκε στη στροφή. Η υπολοχαγός Μαρία που περνάει επίσης τέτοια ώρα από το δρόμο για να πάρει το υπηρεσιακό της κι εγώ τη χαιρετώ στρατιωτικά μου έκανε παρατήρηση που παρέλειψα τη συνήθεια μου και μπορεί να της χαλάσω τη Δευτέρα κι επιτάχυνε το βήμα της γιατί είχε αργήσει κατά δύο λεπτά κι αν έχανε το λεωφορείο θα έπρεπε να πάρει ταξί κάτι που θα συνέβαινε για τρίτη φορά αυτό το μήνα κι ο άντρας της πάλι θα της γκρίνιαζε για τη σπατάλη. Κοίταξα κι εγώ το ρολόι και είδα ότι οριακά ήμουν στο να γλιτώσω την κίνηση κι έτσι έφυγα άρον άρον.

Το απόγευμα που γύρισα σπίτι πέτυχα έναν γείτονα να προσπαθεί να μετακινήσει λίγο το πτώμα για να παρκάρει το μηχανάκι του. Έβριζε τους οδηγούς απορριμματοφόρων που είχαν εξαγγείλει απεργία γι’ αυτήν την εβδομάδα επειδή θα γέμιζαν πάλι οι δρόμοι με πτώματα και δε θα μπορούσαμε να παρκάρουμε εύκολα. Κάποιοι από τα μπαλκόνια τους που του έδιναν οδηγίες για το πώς να τη μετακινήσει συμφώνησαν μαζί του και σύντομα έγινε μία βαβέλ αφού διάφοροι βγήκαν στα μπαλκόνια τους και φώναζαν γι’ αυτήν την απαράδεκτη κατάσταση. Μόνο ο κυρ-Σταύρος, οδηγός κι ο ίδιος, δεν ήταν στο μπαλκόνι του, είχε κατεβάσει τα ρολά ασφαλείας και κοίταγε από τη χαραμάδα πότε θα ηρεμήσουν τα πνεύματα, για να ανοίξει έστω τα παράθυρα, αν έβγαινε έξω εκείνη τη στιγμή θα τον λιντσάρανε όλοι μαζί αλλά και μέσα στο σπίτι η κατάσταση ήταν ανυπόφορη, η φοβερή ζέστη με τους σαράντα δύο βαθμούς το Μάρτιο και χωρίς κλιματισμό γιατί δεν είχε τροποποιηθεί καταλλήλως η πάγια διαταγή από τη ρυθμιστική αρχή ενέργειας μας έκανε να λιώνουμε.

Δέκα χρόνια είχε στρογγυλοκάτσει στο σβέρκο μας η περιβόητη οικονομική κρίση και δεν έλεγε να ξεκουμπιστεί παρόλο που τα τελευταία τρία χρόνια και μετά από εκατόν εννιά εκλογικές αναμετρήσεις είχαμε επιτέλους εκλέξει οικουμενική κυβέρνηση.